ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ , ( απόσπασμα από το μόλις εκδοθέν βιβλίο του Καθηγητή Επαμεινώνδα Πανά)

Ένα μειονέκτημα της Ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας είναι, ότι αυτοί που αποφασίζουν αγνοούν τις απόψεις των πολιτών.
 Έτσι, η αισιοδοξία των γραφειοκρατών αρχίζει να μειώνεται, γιατί δημιουργήθηκε σιγά-σιγά κάποια αντίδραση της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο «σκεπτικισμός» ως προς την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ανεξάρτητα από το μέγεθος της έντασης της κοινής γνώμης ως προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ο Taggart σημειώνει ότι “ο αυξανόμενος Ευρωσκεπτικισμός αποτελεί το άμεσο αποτέλεσμα της αυξανόμενης ολοκλήρωσης”.


Όπως επισημαίνει η Verney ο Ευρωσκεπτικισμός κέρδισε σε σπουδαιότητα και πρόβαλε, ως ένα σημαντικό φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Συνθήκη του     Μάαστριχτ (1992) είχε αποτελέσει την πιο σημαντική προσπάθεια πρόκλησης της εθνικής κυριαρχίας και της εθνικής ταυτότητας. Η επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ δεν υπήρξε εύκολη υπόθεση.

Η συνθήκη, εκ μέρους της Ελλάδας, είχε υπογραφεί από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Α. Σαμαρά και τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Ε. Χριστοδούλου.

Επισημαίνεται, ότι στη Δανία είχε διεξαχθεί δημοψήφισμα, προκειμένου να επικυρωθεί η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είχε διανεμηθεί σε όλους τους Δανούς πολίτες καθώς αποκαλύπτονταν τα σχέδια του J. Delors για περιορισμό των δικαιωμάτων των μικρών χωρών και παράλληλη αύξηση της δύναμης της Κομισιόν.

Τότε, οι γραφειοκράτες, οι πολιτικοί της «ελιτιστικής» Ευρωπαϊκής κοινότητας, καθώς και οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης είχαν καταλήξει να θεωρούν ως βέβαιο γεγονός ότι το δημοψήφισμα θα αναδείκνυε την αποδοχή της συνθήκης, δηλαδή το “ΝΑΙ”. Όμως, την Κυριακή της 2ας Ιουνίου του 1992 όλοι αυτοί έμειναν

άφωνοι
από τον θόρυβο της φωνής άρνησης
των Δανών πολιτών που συνοψίζονταν στο
«ΟΧΙ»

Αυτό το “ΟΧΙ” των Δανών πολιτών έδειχνε ότι οι πολίτες δεν ήταν ικανοποιημένοι από την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και ότι ήδη από τότε είχαν αρχίσει έντονα να συζητούνται ζητήματα και θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στο πλαίσιο των εθνικών συνόρων.

Η δυναμική όλης αυτής της διαδικασίας αναμφίβολα συνέβαλε στην ανάπτυξη του Ευρωσκεπτικισμού.

Η οικονομική κρίση που εμφανίστηκε αργότερα κυρίως στις χώρες του Νότου –Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα- έχει δημιουργήσει ένα αρνητικό κλίμα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενίσχυσε τον Ευρωσκεπτικισμό.

Τώρα πια αποτελεί δύσκολο εγχείρημα να υποστηριχθούν σ’ αυτές τις χώρες θεωρίες και προτάσεις που να εστιάζουν στα πλεονεκτήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι σ’ αυτές τις χώρες διαμορφώνεται ένα κλίμα Ευρωσκεπτικισμού, αφού η πλειονότητα των πολιτών πιστεύει ότι η Ενωμένη Ευρώπη υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της κρίσης και ο φορέας της λιτότητας που ακολούθησε.

Όλες, εξάλλου, οι χώρες της Ευρωζώνης επιδόθηκαν στο να σώσουν από την κατάρρευση κυρίως το τραπεζικό σύστημα και τις Τράπεζες, δαπανώντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ από τα χρήματα των εργαζόμενων πολιτών. Συγχρόνως, εκατομμύρια εργαζομένων έχασαν την εργασία τους και εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, έκλεισαν. Με αυτό τον τρόπο πολεμήθηκε η μεσαία τάξη, δηλαδή ο συνεκτικός ιστός της κοινωνίας. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να μην αναπτυχθεί η δυσαρέσκεια απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Τώρα, οι περισσότεροι πολίτες της Ευρώπης θεωρούν την Ευρώπη ως τον φορέα υποβάθμισης της ποιότητας της ζωής τους και της καταστροφής της ταυτότητας της χώρας τους.

Φυσικά, από τον κανόνα δεν εξαιρείται η χώρα μας, η οποία βιώνει τη χειρότερη μορφή υποβάθμισης, ηθικής και οικονομικής, από όλες τις χώρες του Νότου.

Ο ορισμός της έννοιας του Ευρωσκεπτικισμού δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία. Υπάρχουν αρκετοί ορισμοί από διαφορετικούς ερευνητές. Ο όρος «Ευρωσκεπτικισμός» εκφράζει πάντως μία αντίθετη ή μια αρνητική άποψη προς ό,τι σημαίνει Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο όρος “Ευρωσκεπτικισμός” εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στους Times, το 1985, για να περιγράψει τα συναισθήματα των πολιτών που σχετίζονταν με την “ευρω-φοβία” ή τον “αντι-ευρωπαϊσμό”.

Σύμφωνα με τον Christophe Le Dreau (2009), ο Ευρωσκεπτικισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί ως η αντίθεση προς την “ευρω-αισιοδοξία”, αλλά ως μια κίνηση αντίθεσης προς την οικοδόμηση της Ευρώπης.

Οι P. Taggart και A. Szczerbiak (2002) στη μελέτη τους, όπου αναφέρονται στα πολιτικά κόμματα δίνουν στον Ευρωσκεπτικισμό δύο διαστάσεις. Με τη μία διάσταση αναφέρονται στον “αυστηρό ή σκληρό Ευρωσκεπτικισμό”, ενώ με την άλλη διάσταση καθορίζουν το “χαλαρό ή ήπιο ή μαλακό Ευρωσκεπτικισμό”.

Ο “αυστηρός ή σκληρός Ευρωσκεπτικισμός” εκφράζει την αντίθεση απέναντι σε κάθε ιδέα της ενοποίησης ή ολοκλήρωσης της Ευρώπης, ενώ ο “χαλαρός Ευρωσκεπτικισμός” αποδέχεται κατ’ αρχήν την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, αλλά αντιτίθεται σε ορισμένες πρακτικές εφαρμογής της.

Αρκετά πολιτικά κόμματα υιοθετούν τον “χαλαρό Ευρωσκεπτικισμό”, λόγω της αντίθεσης των πολιτικών που υιοθετεί και εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ενάντια στα εθνικά συμφέροντα.

O L. Laren (2002) υποστηρίζει ότι οι λαοί μπορεί να εμφανίζονται αντίθετοι προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, περισσότερο γιατί αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύει το «έθνος-κράτος» παρά η προσωπική τους ζωή.

Κάτω από αυτό το πρίσμα ο Beichelt (2004) υποστηρίζει ότι πολιτικοί, όπως ο Σ. Ντε Γκωλ και η Μ. Θάτσερ, ήταν πολύ ευαίσθητοι στην έννοια του έθνους-κράτους και υποστήριζαν ότι τα έθνη-κράτη δε θα πρέπει να βρίσκονται σε κίνδυνο για χάρη την Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το “χαλαρό Ευρωσκεπτικισμό” υιοθετούν αρκετά κόμματα της Ευρώπης που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους κυρίως στην έννοια του έθνους-κράτους.

Όμως, οι φιλελεύθεροι πολιτικοί έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις για την έννοια της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Γι’ αυτούς η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση προσφέρει την ευκαιρία της καταστροφής του έθνους-κράτους ως οντότητας. Τελικά, οι φιλελεύθεροι πολιτικοί στοχεύοντας στην ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων εντός της Ευρώπης, φαίνεται ότι επιδιώκουν να μην είναι οικονομικά βιώσιμη μονάδα (!!!) το έθνος-κράτος.

Ο Ευρωσκεπτικισμός αποτελεί μόνιμο ζήτημα της πολιτικής σκηνής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού ένας αριθμός Ευρωβουλευτών (περίπου 10-20% των Ευρωβουλευτών) ανήκει στους Ευρωσκεπτικιστές και προφανώς, λόγω της υφιστάμενης κρίσης στην Ευρωζώνη, αναμένεται ότι το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί στις προσεχείς Ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014.

Μέσω των διαφορετικών μορφών Ευρωσκεπτικισμού που προαναφέρθηκαν μπορεί να διερευνηθεί και να εκφραστεί ποσοτικά ο Ευρωσκεπτικισμός.

Μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, οι υπεύθυνοι του Ευρωβαρομέτρου διερεύνησαν τις απόψεις των πολιτών για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι προθέσεις και οι κριτικές που ασκούν οι πολίτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση δίνουν μια διάσταση του σκεπτικισμού για την παρούσα και μελλοντική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μερικά δεδομένα από το Ευρωβαρόμετρο μπορούν να δώσουν μια πρώτη αίσθηση του σκεπτικισμού που επικρατεί στην Ευρώπη.

Οι απαντήσεις των πολιτών στο ερώτημα:

“Γενικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει για εσάς μια πολύ θετική, αρκετά θετική, ουδέτερη, αρκετά αρνητική ή πολύ αρνητική εικόνα;”

μπορούν να θεωρηθούν ως μια μορφή προσέγγισης της έννοιας του   Ευρωσκεπτικισμού.

Οι απαντήσεις στο πιο πάνω ερώτημα για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζονται στο Γράφημα 1 που ακολουθεί:

Το Γράφημα 1 δείχνει, ότι μετά το έτος 2009, που ήταν το έτος της οικονομικής κρίσης, η αρνητική εικόνα για την Ευρωπαϊκή Ένωση εμφάνισε ανοδική τάση και από το 14% που ήταν μέχρι τότε έφτασε στο 54% (!!!) το έτος 2013.

Είναι φανερό ότι οι θετικές διαθέσεις των πολιτών έχουν μεταστραφεί σε αρνητικές. Ο Γκίντερ Φερχόιγκεν, Γερμανός πρώην επίτροπος για τη διερεύνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωνε:

“Η ΕΕ δεν εκλαμβάνεται από ένα μεγάλο αριθμό πολιτών ως χρήσιμος και καλοπροαίρετος εταίρος, αλλά ως άπληστο τέρας ανάληψης όλο και περισσότερων αρμοδιοτήτων.. Όποιος επιθυμεί με μια εν μέρει επιθετική ρητορική “περισσότερη Ευρώπη” πρέπει να γνωρίζει ότι από ένα ευρύ τμήμα της κοινής γνώμης αυτή η επιθυμία για “περισσότερη Ευρώπη” δεν εκλαμβάνεται ως υπόσχεση, αλλά ως απειλή.”

Πρέπει να αναφερθεί ότι στο πιο πάνω Γράφημα παρουσιάζεται μια γενική εικόνα για το μέγεθος του Ευρωσκεπτικισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε επίπεδο συνόλου των χωρών-μελών, ενώ όπως είναι φυσικό, το μέγεθος του Ευρωσκεπτικισμού είναι αρκετά μεγαλύτερο σε μερικές χώρες.

Υπάρχει μια δυσκολία στο διαχωρισμό των πολιτικών κομμάτων σε ευρωσκεπτικιστικά ή μη. Ένα παράδειγμα αρκεί να δώσει κάποια εξήγηση και μάλιστα αναφέρεται στην Ελλάδα. Το πολιτικό κόμμα ΛΑΟΣ, με αρχηγό το Γ. Καρατζαφέρη, εκ προοιμίου πρέπει να είναι, ως πατριωτικό-εθνικιστικό κόμμα και Ευρωσκεπτικιστικό. Όμως, ο Γ. Καρατζαφέρης είχε επιλέξει στις προηγούμενες εκλογές και μάλιστα για την πρώτη θέση στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος την κ. Νίκη Τζαβέλα, η οποία κατά τη διάρκεια της θητείας της στην Ευρωβουλή (2009-2014), υποστήριζε πάντοτε την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να υποστηρίζει σθεναρά τα συμφέροντα της πατρίδας της, όπως φαίνεται στην πιο κάτω αναφορά της:

“Τουλάχιστον η Ελλάδα εάν καεί, να καεί για να υπάρξει μια συνοχή και μια πραγματικά ενωμένη Ευρώπη.”

Το πιο πάνω λοιπόν παράδειγμα δείχνει ότι δύσκολα μπορεί κάποιος να κατατάξει ένα “πατριωτικό” κόμμα στην οικογένεια του Ευρωσκεπτικισμού, όταν οι Ευρωβουλευτές του δεν ταυτίζονται με τον Ευρωσκεπτικισμό.

Έχει ήδη αναφερθεί ότι δεν υπάρχει μόνο ένας ορισμός της ιδέας του Ευρωσκεπτικισμού, όμως, σε γενικές γραμμές μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο Ευρωσκεπτικισμός εκφράζει την έλλειψη εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων πολιτών ή τις σοβαρές επιφυλάξεις τους για τις πολιτικές ολοκλήρωσης της Ευρώπης.

Προκειμένου να προσδιοριστεί περισσότερο η έννοια του Ευρωσκεπτικισμού πρέπει αυτή να ποσοτικοποιηθεί και αυτό, ακολουθώντας και τη σχετική βιβλιογραφία, μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας τέσσερις διαστάσεις.

Η πρώτη διάσταση είναι η ωφελιμιστική.

Η ωφελιμιστική διάσταση στηρίζεται στον υπολογισμό των προσδοκώμενων ωφελειών και ζημιών για μια χώρα που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή οι πολίτες πιστεύουν ότι εξυπηρετούνται τα συμφέροντά τους, όταν η χώρα τους είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γι’ αυτό υποστηρίζουν σθεναρά την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η δεύτερη διάσταση σχετίζεται με την Δημοκρατική Διάσταση.

Η Δημοκρατική Διάσταση αναφέρεται στο γεγονός του δημοκρατικού ελλείμματος που κατά τον McCormick (2005) “… είναι το άνοιγμα μεταξύ της ισχύος των διαφόρων Ευρωπαϊκών φορέων και της δυνατότητας των Ευρωπαίων πολιτών να επηρεάσουν τις λειτουργίες τους και τις αποφάσεις τους”.

Αυτό όμως σημαίνει, με άλλα λόγια η ψήφος των πολιτών στις Ευρωεκλογές δεν παίζει ουσιαστικά κάποιο ρόλο, αφού δεν έχει επίπτωση στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ποσοτικοποίηση της Δημοκρατικής Διάστασης στηρίζεται στα πιο κάτω ερωτήματα του Ευρωβαρομέτρου:

Στο Γράφημα 4 διαφαίνεται έντονα το πρόβλημα του “δημοκρατικού ελλείμματος” στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τον όρο “δημοκρατικό έλλειμμα” εννοούμε πόσο απρόσιτα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της για τους πολίτες, λόγω της γραφειοκρατίας και του ελλείμματος της διαφάνειας στις διαβουλεύσεις.

Η Τρίτη διάσταση αφορά στην Κυριαρχία.

Η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι λογικό να λειτουργεί και να αγγίζει την οντότητα του έθνους-κράτους. Είναι λοιπόν λογικό οι πολίτες που θεωρούν ότι η ολοκλήρωση οδηγεί και στην κατάργηση του έθνους-κράτους να ενσωματώνουν και αυτή τη διάσταση στον Ευρωσκεπτικισμό τους. Επίσης, οι πολίτες θεωρούν ότι λόγω της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης χάνεται και η εθνική τους ταυτότητα και το γεγονός αυτό συμβάλει στον Ευρωσκεπτικισμό.

Μέχρι το 1996 όπου υπήρχαν δεδομένα, παρατηρούμε το υψηλό ποσοστό (63%) των Ελλήνων πολιτών που ήταν υπέρ του σχηματισμού μιας Ευρωπαϊκής Κυβέρνησης.

Στο Γράφημα 7 τα στατιστικά δεδομένα καλύπτουν τις δύο χρονιές 2004 και 2005, και δείχνουν ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες ήταν αντίθετος με το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, γιατί αυτό θα προκαλούσε απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.

Η τέταρτη διάσταση είναι η Απορριπτική Διάσταση και επικεντρώνεται στην απόρριψη μιας χώρας από μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ποσοτικοποιείται με δύο ερωτήσεις του Ευρωβαρομέτρου:

Στο Γράφημα 8 παρατηρούμε ότι το 2000 οι Έλληνες πολίτες σε ποσοστό 61%, θεωρούσαν τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως κάτι καλό. Μέσα σε μια δεκαετία, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 44%.

Η σημερινή πραγματικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στο ότι κάθε μέλος της αποτελεί ένα ξεχωριστό έθνος-κράτος. Η βασική της φιλοσοφία της ενωμένης Ευρώπης είναι οικονομική και ουσιαστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια οικονομική ένωση. Σ’ αυτή την οικονομική ένωση κάποια από τα μέλη της έχουν αποδεχθεί ένα κοινό νόμισμα, χωρίς να έχει ερωτηθεί γι’ αυτό ο λαός, ενώ κάποια άλλα κράτη διατηρούν το εθνικό τους νόμισμα. Όμως δυστυχώς, η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών ανέδειξε ένα σημαντικό γεγονός για τα έθνη-κράτη μέλη, δηλαδή είναι δυνατόν μία χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, που υιοθέτησε το ευρώ να μην ελέγχει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα και ως εκ τούτου να χάσει την κυριαρχία της. Η κρίση αυτή ανέδειξε και άλλα πολλά ζητήματα, πολιτικά και οικονομικά, τα οποία είναι τόσο κρίσιμα ώστε μάλλον θα καθυστερήσουν την ολοκλήρωση της Ευρώπης, ίσως και δεκαετίες.

Μεταξύ αυτών, η κρίση έδειξε ότι κυριαρχούν συμφέροντα μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι δεν υπάρχει πραγματική αλληλεγγύη. Ακόμα, η κρίση ανέδειξε την ισχύ της Ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης και της Ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Τέλος, η κρίση ανέδειξε το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Γερμανών, Ολλανδών, Αυστριακών ήταν αντίθετοι με την παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα. Επομένως, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μη αναμενόμενη η θέση μερικών Ελλήνων πολιτών που προτιμούσαν την πτώχευση της χώρας παρά τον τραυματισμό της εθνικής αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας των πολιτών. Η κρίση παρουσίασε ακόμη την ασυμμετρία δυνάμεων που υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, αποδείχθηκε και κάτι ακόμα. Οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι ακόμα ώριμοι να εγκαταλείψουν την οντότητα του έθνους-κράτους. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την οικονομική κρίση, αποκάλυψε τις αμφιβολίες των κρατών-μελών για τα οφέλη της οικονομικής ένωσης.

Προβλέπεται ότι και στο μέλλον, αρκετές χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνεχίζουν να είναι ευάλωτες σε οικονομικά προβλήματα, αφού οι αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής που λαμβάνονται σε ανώτατο επίπεδο ευνοούν περισσότερο τις χώρες του γραφειοκρατικού πυρήνα (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο) παρά τις περιφέρειες (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Βουλγαρία, Ρουμανία).

Η οικονομική κρίση φανέρωσε ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βίωσαν, το καθένα με διαφορετική ένταση, την προσπάθεια της ολοκληρωτικής αντικατάστασης των παραδοσιακών τους αξιών, που αποτελούσαν συγχρόνως και στοιχεία της εθνικής ταυτότητας, από το χρήμα.

Την ίδια στιγμή, η άρχουσα τάξη όχι μόνο της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου, αλλά και των χωρών στις οποίες εφαρμόζεται η πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) συμπορεύεται με τις πολιτικές αυτές. Βεβαίως αυτό δεν έχει σχέση με την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά κυρίως με τις ενέργειες της Ευρωπαϊκής ολιγαρχίας του χρήματος, που έχει ως στόχο να μεταφερθεί το κόστος της κρίσης στις πλάτες τις μικρομεσαίας τάξης.

Δυστυχώς, η πορεία της οικονομικής ένωσης δεν οδήγησε τελικά και στην αναμενόμενη πολιτική ένωση ή στην “πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης”. Η μέχρι σήμερα πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέδειξε και το ζήτημα της “ταυτότητας”, δηλαδή την κατασκευή μιας “ευρωπαϊκής ταυτότητας” σύμφωνα με τα πρότυπα των εθνικών ταυτοτήτων.

Αυτή, ακριβώς η προσπάθεια κατασκευής της υπερεθνικής αυτής “ευρωπαϊκής ταυτότητας” αναδεικνύει ότι δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δηλαδή είναι πολύ πιθανό ισχυροί φραγμοί που υπάρχουν για την επίτευξη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης να σχετίζονται με την εθνική ταυτότητα και την εθνική κυριαρχία κάθε μέλους κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένα παράδειγμα που ενισχύει την πιο πάνω άποψη είναι αυτό της Γαλλίας, μερικά χρόνια πριν. Στη Γαλλία τα κόμματα που υποστήριξαν το “ΟΧΙ” για την Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν το Εθνικό Μέτωπο (Λεπέν), το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι οπαδοί του Ντε Γκωλ, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν την αποδόμηση του έθνους-κράτους. Στο δημοψήφισμα που έγινε για την αποδοχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ οι οπαδοί αυτών των κομμάτων την απέρριψαν με το επιχείρημα της στήριξης της εθνικής τους ταυτότητας.

Το ίδιο είχε συμβεί και με την περίπτωση του ενιαίου νομίσματος, του Ευρώ, –που θεωρούν ορισμένοι ως ένα σύμβολο της “ευρωπαϊκής ταυτότητας”. Την υιοθέτησή του απέρριψαν χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Μεγάλη Βρετανία.

Δηλαδή, η δυσκολία αποδοχής της Συνθήκης του Μάαστριχτ και η απόρριψη του ευρώ, ως ενιαίου νομίσματος, από μερικά κράτη μέλη ανέδειξαν τις αρνητικές παραμέτρους της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της “ευρωπαϊκής ταυτότητας” αποκαλύπτοντας πόσο δύσκολη ήταν στην πράξη η πορεία της δημιουργίας πραγματικής “κοινότητας”.

Δυστυχώς, με την πάροδο των ετών αποκαλύφθηκε ότι το Ευρώ είναι το εργαλείο της δημιουργίας όχι μιας ενιαίας ευρωπαϊκής οικονομικής ταυτότητας, αλλά ενίσχυσης κυρίως των γερμανικών εξαγωγών, με το γεγονός αυτό να συντελεί στην ισχυροποίηση του ρόλου της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επί της ουσίας εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας κατά προτίμηση.

Τι αποδεικνύουν όλα αυτά; ότι έχει καταργηθεί η ισοτιμία μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το ρόλο του «κυρίαρχου αφεντικού» τον έχει κυρίως η Γερμανία, οπότε η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μετεξελιχθεί σε Γερμανική Ευρώπη.

Η άρχουσα τάξη μαζί με την Ευρωπαϊκή ολιγαρχία του χρήματος (Τράπεζες) γνωρίζουν πολύ καλά τη δυσκολία κατασκευής της “Ευρωπαϊκής ταυτότητας”, καθώς και την ευκολία με την οποία μπορούν να δημιουργήσουν φτωχοποιημένες κοινωνίες.

Κατόπιν των τελευταίων γεγονότων που ανέδειξε η οικονομική κρίση, η δημιουργία αφενός  πραγματικής πολιτικής κοινότητας και αφετέρου της “ευρωπαϊκής ταυτότητας” είναι πολύ δύσκολο πλέον να επιτευχθούν τουλάχιστον για αυτή τη δεκαετία.

Ένα σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι τόσο η θρησκεία όσο και η εθνική ταυτότητα αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά  που συνοδεύουν κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ερωτήματα τα οποία προκύπτουν εδώ είναι: μπορεί να αγνοηθεί ο ρόλος της θρησκείας και της εθνικής ταυτότητας από την κατασκευή μιας “Ευρωπαϊκής ταυτότητας”; Ή μήπως με διάφορες “τεχνικές” αποδομούνται και οι δύο αυτές διαστάσεις, δηλαδή και το πνεύμα της θρησκείας και το πνεύμα του ανήκειν;

Είναι πολύ πιθανόν οι δύο αυτές καταστάσεις να μην είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Αν διατρέξει κάποιος με συντομία την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας θα κατέληγε σε ένα συμπέρασμα: όλοι συμφωνούν στο γεγονός ότι σε δύσκολες εποχές, πριν της Επανάστασης του 1821, η θρησκεία και ειδικότερα η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε σημαντικό ρόλο για τη διατήρηση της γλώσσας, για τις παραδόσεις και για τις κοινότητες. Ακόμα πρέπει να αναφερθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στη χώρα μας, εκτός από τις αρμοδιότητες που ασκούσε (μυστήρια, γάμους, βαφτίσια κ.α.), κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε και μια άλλη δραστηριότητα: δηλαδή αυτό σημαίνει ότι η Ορθόδοξη εκκλησία, εκτός της θρησκευτικής πίστης, διαφύλαξε και μετέδωσε της αξία του Ελληνισμού.

Οπότε, γενικά γίνεται αποδεκτό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει μεγάλη συμβολή στην ελληνική ταυτότητα. Έτσι, δημιουργήθηκε άρρηκτος δεσμός μεταξύ της Ορθόδοξης Θρησκείας και της εθνικής συνείδησης ή ταυτότητας του Έλληνα.

Ο Anthony D. Smith (2008) σημειώνει ότι δύο από τις πιο σημαντικές πηγές του πολιτισμού είναι η “εθνικότητα” και η “θρησκεία”.

Φυσικά, δεν εκπλήσσεται κάποιος όταν υπάρχει ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στη θρησκεία και την εθνική ταυτότητα σε αρκετές χώρες της Ευρώπης π.χ. Ιρλανδία, Κροατία, Σερβία, Πολωνία, Ιταλία και Ελλάδα.

Κι όμως οι σχετικές μελέτες που διερευνούν τους παράγοντες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τον Ευρωσκεπτικισμό αγνοούν συνήθως την παράμετρο της θρησκείας, όσον αφορά στην ενίσχυση ή όχι της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

Η γήρανση του πληθυσμού και το επακόλουθο δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση της νόμιμης ή παράνομης μετανάστευσης στην Ευρώπη προσθέτει άλλη μία σημαντική διάσταση στο γόρδιο δεσμό της κατασκευής της “ευρωπαϊκής ταυτότητας”. Με άλλα λόγια, η αθρόα, νόμιμη ή μη, μετανάστευση ως πολιτική αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος δε συμβαδίζει με την “ευρωπαϊκή ταυτότητα”.

Γίνεται πλέον  φανερό ότι αν συνεχισθούν οι ίδιες δημογραφικές τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συγχρόνως εξακολουθεί να εφαρμόζεται η ίδια απαθής πολιτική για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, τότε με μεγάλη πιθανότητα η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα έχει μέλλον. Ασφαλώς και δεν πρέπει ένα κράτος-μέλος να οδηγηθεί σε κατάρρευση, λόγω άσκησης της μυωπικής και γραφειοκρατικής πολιτικής της άρχουσας τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δημογραφικό πρόβλημα.

Η έννοια της εμπιστοσύνης είναι πολύπλοκη, γιατί περιλαμβάνει παράγοντες μετρήσιμους και μη μετρήσιμους. Η γραφειοκρατία θεωρείται ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν την εμπιστοσύνη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ή και προς την Κυβέρνηση.

Οι Almond και Verda (1963), αλλά και ο Putnam (1993) ισχυρίζονταν ότι το υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τις διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν ζωτικά στοιχεία για να “λειτουργήσει η δημοκρατία”.

Αξίζει να αναφερθούμε στις απόψεις του Γκρεμπίι, διευθυντή στο Γαλλικό Κέντρο Σπουδών και Διεθνών Μελετών Πολιτικών επιστημών, όπως τις διατυπώνει σε άρθρο του στη Le Monde:

“Είναι αλήθεια ότι στο σύστημα της ΕΕ οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις θεωρούνται ως δημαγωγοί θεσμοί, για να μην πούμε ως ζιζάνια, που εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της ΕΕ.

[…] Έχει συγκροτηθεί ένας παράξενος αστερισμός, ο οποίος αποτελείται από αμέτρητους μη εκλεγμένους κοινοτικούς θεσμούς και από τις εθνικές κυβερνήσεις. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, οι εθνικές κυβερνήσεις δεν έχουν απογυμνωθεί από τις εξουσίες τους, αλλά δεν μπορούν να τις ασκήσουν παρά μόνο υπό τον όρο ότι ακολουθούν τους κανόνες που τους έχουν επιβληθεί από το εξωτερικό.”

Έχει ενδιαφέρον να διερευνηθεί αν οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εμπιστεύονται.

Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει τις απαντήσεις των πολιτών για κάθε χώρα ξεχωριστά, για το έτος 2013:

Πίνακας 1: Απαντήσεις στην Ερώτηση «Θα ήθελα να σας ρωτήσω σχετικά με το πόση εμπιστοσύνη έχετε σε συγκεκριμένους θεσμούς. Για κάθε έναν από τους ακόλουθους θεσμούς πείτε μου αν τείνετε να τον εμπιστεύεστε ή τείνετε να μην τον εμπιστεύεστε. Ευρωπαϊκή Ένωση» (2013)

Πηγή: Ευρωβαρόμετρο

Από τα στοιχεία του Πίνακα 1 επισημαίνονται τα εξής:

 υπάρχει διαφορά εμπιστοσύνης μεταξύ των διαφόρων κρατών για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Κύπρος (17%), η Αγγλία (19%), η Ελλάδα (21%), η Ισπανία (21%), η Ιταλία (23%) και η Πορτογαλία (25%) εμφανίζουν τα μικρότερα ποσοστά εμπιστοσύνης και αυτό είναι πιθανόν να οφείλεται στη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντί τους κατά τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση.

Αυτό σημαίνει επίσης ότι ο χώρες αυτές που εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά δείχνουν ότι δεν εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση.

          Παρατηρούμε ότι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως είναι η Βουλγαρία (56%), η Εσθονία (56%) και η Λιθουανία (52%) εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμα και από τη Γερμανία (29%) και τη Γαλλία (28%) έχουν σχεδόν κατά 50% μικρότερα ποσοστά.

Ειδικότερα για τη χώρα μας, η εμπιστοσύνη προς της Ευρωπαϊκή Ένωση διαχρονικά παρουσιάζεται στον Πίνακα 2:

Πίνακας 2: Θα ήθελα να σας ρωτήσω σχετικά με το πόση εμπιστοσύνη έχετε σε συγκεκριμένους θεσμούς. Για κάθε έναν από τους ακόλουθους θεσμούς πείτε μου αν τείνετε να τον εμπιστεύεστε ή τείνετε να μην τον εμπιστεύεστε. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ελλάδα)

Πηγή: Ευρωβαρόμετρο

Τα στοιχεία του Πίνακα 2 αποκαλύπτουν ότι η οικονομική κρίση έχει αρνητική επίπτωση στη διαμόρφωση της εμπιστοσύνης του Έλληνα πολίτη ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δημιουργήσει μεγάλη δυσαρέσκεια στα κράτη του Νότου, γιατί πλέον έγινε φανερό ότι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ταυτίζεται με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της διοικούσας τάξης των Βρυξελλών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Όμως, αυτή η φθίνουσα πορεία της εμπιστοσύνης επιβεβαιώνει συγχρόνως την επιστροφή του Έλληνα στη σημαντικότητα του ρόλου του έθνους-κράτους.

Συμπερασματικά, από τα στοιχεία των Πινάκων 1 και 2 προκύπτει ότι υπάρχει ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν λοιπόν οι πολίτες των περισσότερων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εμπιστεύονται τις αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό με τη σειρά του δημιουργεί ένα κλίμα σκεπτικισμού. Αν παρατηρήσει κάποιος τη διαχρονική εξέλιξη της εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εντοπίζει ότι μετά την έναρξη της κρίσης αυξάνεται το ποσοστό των πολιτών που αντιμετωπίζει αρνητικά την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αυτή η συνεχιζόμενη πτώση της εμπιστοσύνης εξηγεί, γιατί οι πολίτες έχουν μετακινηθεί προς τον Ευρωσκεπτικισμό.

Εκτός της παραμέτρου της εμπιστοσύνης αξίζει να μελετηθεί η γενική εικόνα που έχουν διαμορφώσει οι πολίτες για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου, για το έτος 2013, που απεικονίζονται στον πιο κάτω Πίνακα 3 αποκαλύπτουν την εικόνα αυτή.

Πίνακας 3: Απόψεις των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ερώτημα «Γενικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει για εσάς μια πολύ θετική, αρκετά θετική, ουδέτερη, αρκετά αρνητική ή πολύ αρνητική εικόνα;» (2013)

Πηγή: Ευρωβαρόμετρο

Από τα στοιχεία του Πίνακα 3 προκύπτει ότι:

          σε μεγάλο ποσοστό οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν θετική άποψη για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Βουλγαρία, με ποσοστό 54%, εμφανίζεται ως η μόνη χώρα που οι πολίτες της έχουν θετική άποψη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το υψηλό ποσοστό δικαιολογείται, γιατί η Βουλγαρία ανήκει στις νέες χώρες που πρόσφατα εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

          Η Ελλάδα (16%) και η Κύπρος (17%) εμφανίζουν τη μικρότερη θετική άποψη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Έλληνες έχουν δοκιμάσει τη σκληρή στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διάρκεια των τελευταίων ετών της κρίσης. Λόγω της στάσης αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ανασφάλεια, η φτώχεια, η λιτότητα έγιναν οι κανόνες διαβίωσης. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος έγιναν τα πειραματόζωα όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της Γερμανικής Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο γεγονός που ο νομπελίστας Π. Κρούγκμαν, σε συνέντευξή του σε Φινλανδική εφημερίδα χαρακτηρίζει την Γερμανική Ευρώπη ως το “Βασίλειο του τρόμου”.

Μικρή θετική άποψη για την Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζουν επίσης η Ισπανία (20%), η Πορτογαλία (22%), η Αγγλία (21%) και η Φινλανδία (22%).

Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η μεταστροφή της θετικής εικόνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ των Ελλήνων πολιτών, αρκεί να διερευνηθεί η άποψή τους διαχρονικά, από το 2005 μέχρι το 2013, όπως παρουσιάζεται στον πιο κάτω Πίνακα 4.

Πίνακας 4: Απόψεις των Ελλήνων πολιτών στην ερώτηση: «Γενικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχε για εσάς μια πολύ θετική, αρκετά θετική ,ουδέτερη, αρκετά αρνητική ή πολύ αρνητική εικόνα;»

Πηγή: Ευρωβαρόμετρο

Από τα στοιχεία του Πίνακα 4 παρατηρούμε ότι δραστική μείωση της θετικής εικόνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να εμφανίζεται ουσιαστικά από το 2010. Αδιαμφισβήτητα η πτώση αυτή οφείλεται στην οικονομική κρίση και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την κρίση η γραφειοκρατική άρχουσα τάξη των Βρυξελλών. Δηλαδή, ίσως θα άξιζε όλοι και κυρίως οι λαμβάνοντες αποφάσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτιμήσουν και να αξιολογήσουν πώς η θετική εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 56%, που ήταν το 2009, μετατράπηκε σε αρνητική για τους περισσότερους Έλληνες, με ποσοστό θετικής άποψης μόνο 16%.

Κρίνοντας τώρα εκ του αποτελέσματος βλέπουμε ότι δεν είχε προβλεφθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχέδιο διάσωσης μιας χώρας-μέλους, όπως η χώρα μας. Οι προτάσεις δεν οδήγησαν σε μια θετική λύση της κρίσης ούτε υπήρξαν ασφαλιστικές δικλίδες, αντίθετα, μέρα με τη μέρα οι πολίτες διαπίστωναν ότι η οικονομική κρίση και η παραμονή στο κοινό νόμισμα, το ευρώ, ευνοούσαν σημαντικά τη Γερμανική οικονομία, ενώ η Ελληνική οικονομία συνεχώς βυθιζόταν.

Παρατηρώντας τα στοιχεία των τελευταίων πινάκων, προβάλλει το ερώτημα: άραγε, πώς μπορεί να επιβιώσει η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν οι πολίτες της δεν την εμπιστεύονται, αλλά το έλλειμμα εμπιστοσύνης συνεχώς αυξάνεται;

Αυτή η κρίση αξιοπιστίας που αφορά στη διαχείριση της κρίσης, αλλά και στη γενικότερη πορεία της ασφαλώς και επηρεάζουν τις διαθέσεις των πολιτών με αποτέλεσμα τη δημιουργία τάσης αμφισβήτησης του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Οι εκτιμήσεις-δηλώσεις στο Der Spiegel άλλωστε του τέως προέδρου του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ είναι χαρακτηριστικές:

“Ο τρόπος με τον οποίο Γερμανοί πολιτικοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα, όταν αυτή μπήκε στην κρίση έχει αφήσει βαθιές πληγές στη χώρα. Με τρόμαξαν επίσης τα πανό στην Αθήνα που δείχνουν την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να φορά ναζιστική στολή. Ξαφνικά ήρθαν στην επιφάνεια εχθρικά συναισθήματα που νόμιζε κάποιος ότι είχαν εκλείψει αμετάκλητα.”

Όσον αφορά στο μέλλον της Ευρώπης, αυτός τονίζει:

“Όποιος πιστεύει ότι το αέναο δίλημμα πολέμου και ειρήνης δε θα τεθεί εκ νέου στην Ευρώπη πλανάται. Οι δαίμονες δεν έχουν εξαφανισθεί, βρίσκονται απλώς εν υπνώσει.”

Στο πιο κάτω Γράφημα 9 παρουσιάζονται οι στάσεις και οι διαθέσεις των Ευρωπαίων πολιτών που απάντησαν στο ερώτημα: Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα βγει από την κρίση πιο δίκαιη;

Πηγή: Ευρωβαρόμετρο

Από τα στοιχεία του Γραφήματος 9 προκύπτει ότι:

        το 45% των ερωτηθέντων από τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαντά αρνητικά.

        οι αρνητικές απαντήσεις διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ των χωρών του Νότου.

Στην Ελλάδα, το 66% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δε θα βγει πιο δίκαιη από την κρίση.

Στην Κύπρο το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 57%.

        Οι ερωτηθέντες πολίτες της Ιταλίας (49%), της Πορτογαλίας (45%) και της Ισπανίας (40%) εκτιμούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δε θα βγει πιο δίκαιη από την κρίση.

Με άλλα λόγια, στις χώρες του Νότου οι πολίτες θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ασκεί μεροληπτικές πολιτικές που δεν ευνοούν όλους τους πολίτες.

Επομένως, ποια συμφέροντα εξυπηρετεί η Ευρωπαϊκή Ένωση;

Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται από την ίδια έρευνα του Ευρωβαρομέτρου που έγινε το Νοέμβριο του 2013.

Για τη συγκεκριμένη περίπτωση τέθηκε στους πολίτες το ερώτημα: Πείτε μου σε ποιο βαθμό συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τις ακόλουθες προτάσεις: Η Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει τον χρηματοπιστωτικό τομέα να πληρώσει το μερίδιο που του αναλογεί.

Οι απαντήσεις στο συγκεκριμένο ερώτημα παρουσιάζονται στο πιο κάτω Γράφημα 10:

Από τα στοιχεία του Γραφήματος 10 προκύπτει ότι:

           στο σύνολο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 34% όσων ερωτήθηκαν απάντησε ότι συμφωνεί, ενώ το 50% διαφώνησε. Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι ένας στους δύο ερωτηθέντες θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διευκολύνει τον χρηματοπιστωτικό τομέα (Τράπεζες).

           ειδικότερα στην Ελλάδα, μόνο το 25% των ερωτηθέντων πολιτών συμφωνεί, ενώ το 67% διαφωνεί. Που σημαίνει ότι οι Έλληνες πολίτες θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διευκολύνει τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Αξίζει συμπληρωματικά να διερευνήσουμε τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε, το έτος 2012, ο διεθνής οργανισμός GALLUP σχετικά με τα ζήτημα της εμπιστοσύνης των πολιτών ως προς τον τραπεζικό τομέα. Η έρευνα GALLUP κάλυψε 135 χώρες και τα δεδομένα της έρευνας παρουσιάζονται στον Πίνακα 5 που ακολουθεί.

Πίνακας 5: Απαντήσεις πολιτών στο ερώτημα: «Στη χώρα σας, έχετε εμπιστοσύνη στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή τις Τράπεζες;»

Χώρες στις οποίες οι κάτοικοι έχουν τη λιγότερη εμπιστοσύνη.

Πηγή: GALLUP

Από τα στοιχεία του πιο πάνω Πίνακα προκύπτει ότι σε έξι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ελλάδα (82%), την Ιρλανδία (83%), την Ισπανία (80%), την Ιταλία (76%), την Ουγγαρία (67%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (72%) οι ερωτηθέντες, δήλωσαν σε ποσοστό μεγαλύτερο το 67%, ότι δεν εμπιστεύονται τις Τράπεζες.

Ειδικότερα, για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι απαντήσεις των ερωτηθέντων πολιτών παρουσιάζονται στον πιο κάτω Πίνακα 6.

Πίνακας 6: Απαντήσεις πολιτών στο ερώτημα «Στη χώρα σας, έχετε εμπιστοσύνη στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή τις τράπεζες;»

 Χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πηγή: GALLUP

Από τα στοιχεία του πιο πάνω Πίνακα 6 προκύπτει ότι:

          μόνο έξι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης –Μάλτα (72%), Φινλανδία (68%), Λουξεμβούργο (66%), Δανία (56%), Εσθονία (55%) και Σουηδία (53%) – που εμφανίζουν ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, εμπιστεύονται τον τραπεζικό τομέα.

          σύμφωνα με αυτή την έρευνα του GALLUP οι Ευρωπαίοι πολίτες ταυτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση με τις Τράπεζες που προκάλεσαν την κρίση.

Ο Καθηγητής Mark Blyth, συγγραφέας του βιβλίου “Austerity: The History of a Dangerous Idea”, σε συνέντευξή του στο Περιοδικό Hotdoc (27-2-2014) αναφέρει:

«[…] Επειδή στα σημερινά δημοκρατικά πολιτεύματα κανένας δε θέλει να παραδεχτεί πως οι τράπεζες μας εκβιάζουν. Και αυτό γίνεται στην πραγματικότητα. Μιλάμε συχνά για τους πλουσιότερους, το 1%, αυτούς που ελέγχουν το 40% του παγκόσμιου πλούτου, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Oxfam. Ας το επεκτείνουμε: Στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, οι πλουσιότεροι, το 30%, ελέγχουν το 90% του πλούτου. Αυτό το 30% χαίρεται όταν το κράτος επεμβαίνει και διασώζει τις τράπεζες, επειδή ταυτόχρονα διασώζει τις περιουσίες του και τις επενδύσεις του. Υπάρχει όμως κόστος: Η κατακόρυφη αύξηση του δημόσιου χρέους. Ποιος το πληρώνει; Οι φτωχότεροι, που λαμβάνουν μισθούς ή πρόνοια από το κράτος.

[…] Έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Αμερικανών, οι οποίοι παραδέχτηκαν πως υπάρχει τραπεζική κρίση. Όταν υπάρχει τραπεζικό πρόβλημα, αντιμετωπίζεις το τραπεζικό πρόβλημα και όχι κάποιο άλλο πολιτικό πρόβλημα. Δεν λες πως οι Έλληνες είναι το πρόβλημα, όταν στην πραγματικότητα εργάζονται κατά μέσο όρο 600 ώρες περισσότερο από τους Γερμανούς. Και δεν δημιουργείς διχασμό ανάμεσα στις βορειοευρωπαϊκές και νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Πώς αντιμετωπίζεις μια τραπεζική κρίση λοιπόν; Καταρχάς εξαναγκάζεις τις τράπεζες να αποδεχτούν τις απώλειές τους. Πώς το κατορθώνεις αυτό χωρίς να καταρρεύσει ολόκληρο το σύστημα; Το κάνεις αναπτύσσοντας τις δυνάμεις της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ λέει πως δεν μπορεί να διασώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Μάλλον δεν έχει καταλάβει το ρόλο της: Η δουλειά της είναι να διασώζει, να κλείνει τις τράπεζες που έχουν καταρρεύσει και να αποδίδει ποινικές ευθύνες. Το μόνο που έχει γίνει στην Ευρώπη μέχρι στιγμής είναι η διάσωση, και κανένας δεν έχει λογοδοτήσει. Το ευρωπαϊκή τραπεζικό σύστημα είναι δύο φορές πιο μοχλευμένο και τρεις φορές μεγαλύτερο από αυτό των ΗΠΑ. Υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η αναλογία των κεφαλαίων των τραπεζών σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας αντιστοιχεί στο 450%! Η Deutsche Bank αντιστοιχεί το 86% του γερμανικού ΑΕΠ, ενώ η αναλογία λειτουργικής μόχλευσής τους είναι 40:1! Μιλάμε για μεγαθήρια, πολύ μεγαλύτερα από τις οικονομίες των χωρών από τις οποίες υποτίθεται ότι εποπτεύονται. Και στο μεταξύ η Ευρώπη έχει εξάρτηση από τη λιτότητα και γι’ αυτό το λόγο δεν αναπτύσσεται και δεν θα αναπτυχθεί.»

Η αναζήτηση της αλήθειας μέσω των απόψεων των πολιτών και όσων αναφέρει σχετικά στο βιβλίο του ο Καθηγητής Blyth δείχνουν ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για το  ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τις Τράπεζες.

Η στάση της άρχουσας τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει πνεύμα αλληλεγγύης και να γίνει αντιληπτό από τους πολίτες; Ασφαλώς όχι. Το μόνο που είναι εμφανές είναι το πνεύμα προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το τραπεζικό σύστημα. Οι πολίτες των χωρών που βιώνουν την οικονομική κρίση αισθάνονται απροστάτευτοι και ξανασκέφτονται την ιδέα του κράτους-έθνους.

Αναπόφευκτα, η κρίση και οι επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης απομακρύνουν τον πολίτη από την επιθυμία μιας οποιασδήποτε μορφής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η προστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις Τράπεζες, παράλληλα με τη λιτότητα οδήγησαν τους πολίτες στο πνεύμα του Ευρωσκεπτικισμού. Όμως, αυτοί που αποφάσισαν μόνο την προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και όχι των πολιτών, δεν υπολόγισαν ακόμα και στην περίπτωση που η οικονομική κρίση τελειώσει και η λιτότητα μειωθεί, ότι οι πολίτες θα έχουν δυσπιστία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και οπωσδήποτε θα είναι αδύνατον να καταληφθούν από τον αρχικό ενθουσιασμό που είχαν, όταν η χώρα τους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με απλά λόγια, η αμοιβαία εμπιστοσύνη έχει χαθεί.

Τα δεδομένα του Ευρωβαρομέτρου δείχνουν ότι η πιθανότητα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Ευρωπαϊκή Ένωση να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών είναι πλέον πολύ μικρή.

Στον πιο κάτω Πίνακα 7, παρουσιάζονται οι απαντήσεις των πολιτών, στην ίδια έρευνα, στο ερώτημα:

“Πείτε μου σε πιο βαθμό συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τις ακόλουθες προτάσεις: Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνη για τη λιτότητα στην Ευρώπη”

Πίνακας 7: Απαντήσεις ερωτηθέντων πολιτών στο ερώτημα «Πείτε μου σε πιο βαθμό συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τις ακόλουθες προτάσεις: Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνη για τη λιτότητα στην Ευρώπη»

Πηγή: Ευρωβαρόμετρο

 Τα στοιχεία του πιο πάνω Πίνακα δείχνουν ότι:

το 63% των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνη για τη λιτότητα.

Το 79% των Ελλήνων πολιτών, ή αλλιώς περίπου οκτώ στους δέκα Έλληνες πολίτες θεωρούν ότι υπεύθυνη για τη λιτότητα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υψηλά είναι τα ποσοστά των υπόλοιπων χωρών που θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνη για τη λιτότητα σε όλη την Ευρώπη.

Ο Βρετανός ιστορικός Μ. Μαζάουερ σε άρθρο του –βλ. «Το Βήμα» 30-6-2011– πιστεύει ότι:

“… Η πολιτική και οικονομική ένωση της Ευρώπης υποτίθεται ότι θα έβαζε τέλος στις αδυναμίες και την εξάρτηση της διχοτομημένης ηπείρου. Και εδώ η Ελλάδα έγινε σύμβολο μιας νέας φάσης στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974 δεν έφερε στη χώρα μόνο την πλήρη ένταξη σε αυτό που θα γινόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση. Προανήγγειλε επίσης (μαζί με τη μετάβαση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στη δημοκρατία την ίδια εποχή) το παγκόσμιο κύμα εκδημοκρατισμού της δεκαετίας του 1980 και του ’90, πρώτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Νοτιοανατολική Ασία και μετά στην Ανατολική Ευρώπη. Και έδωσε στη Ευρωπαϊκή Ένωση την όρεξη για διερεύνηση και τη φιλοδοξία να εξελιχθεί από ένα μικρό κλαμπ πλούσιων δυτικοευρωπαϊκών κρατών σε φωνή για ολόκληρη την προσφάτως εκδημοκρατισμένη ήπειρο, η οποία εξαπλώθηκε κατά πολύ στο νότο και την ανατολή.

Και τώρα, σήμερα, αφότου έσβησε η ευφορία της δεκαετίας του ’90 και μια νέα ταπεινοφροσύνη χαρακτηρίζει τους Ευρωπαίους, ο κλήρος πέφτει και πάλι στην Ελλάδα ως χώρας η οποία θα προκαλέσει τους μανδαρίνους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα θέσει το ερώτημα: “ποιο θα είναι το μέλλον της ηπείρου;”.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποτίθεται ότι θα ένωνε μια κατακερματισμένη Ευρώπη, ότι θα ενίσχυε τις δημοκρατικές της δυνατότητες και ότι θα μεταμόρφωνε την ήπειρο σε μια ανταγωνιστική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή. Είναι ίσως ταιριαστό που ένα από τα αρχαιότερα και πιο δημοκρατικά έθνη-κράτη της Ευρώπης βρίσκεται στην καινούργια εμπροσθοφυλακή, όσων θέτουν εν αμφιβόλω όλα αυτά τα επιτεύγματα. Γιατί είμαστε όλοι μικρές δυνάμεις τώρα, και για άλλη μια φορά η Ελλάδα πολεμάει στην πρώτη γραμμή του αγώνα για το μέλλον.”

Δυστυχώς, η «Γερμανοποίηση» της Ευρώπης μαζί με τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό προκάλεσαν την «Ασιατοποίηση» των Ευρωπαϊκών χωρών του Νότου, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και τη δημιουργία της ανθρώπινης κρίσης στη χώρα μας.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η ολοκλήρωση της Ευρώπης διαφαίνεται ως μακρινό όνειρο. Τώρα πλέον εγείρεται το ερώτημα: «ποιο θα είναι το μέλλον της Ευρώπης του 21ου αιώνα;».

Αντικρούοντας τις πιο πάνω απόψεις, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ουσιαστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια οικονομική ένωση και είναι λογικό σε ένα βαθμό να ταυτίζεται με το τραπεζικό σύστημα. Όμως, κατά τη διάρκεια της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης αναδείχθηκε μία επιμέρους αδυναμία του συστήματος. Το έθνος που δεν ελέγχει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, έχει ουσιαστικά χάσει την εθνική του κυριαρχία.

Η παράμετρος αυτή αναμένεται πλέον να παίζει σημαντικό ρόλο στη μελλοντική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια άλλη παράμετρος που αναδείχθηκε από την κρίση ήταν ότι το έλλειμμα της κυριαρχίας μιας χώρας πιστώνεται σε μια άλλη χώρα. Δηλαδή, ειδικότερα για τη χώρα μας, διαπιστώθηκε ότι κινδυνεύει να χάσει την εθνική της κυριαρχία, ενώ συγχρόνως η Γερμανία έχει ισχυροποιήσει  τη δική της κυριαρχία.

Αυτή η ασυμμετρία όμως, μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε έλλειψη ισορροπίας. Αδύναμες χώρες –όπως η χώρα μας– θα αντιδράσουν κάτω από την πίεση της ανεργίας, της φτώχειας και της έλλειψης παραγωγικού ιστού, και δε θα θελήσουν να εξαφανιστούν προκειμένου να ικανοποιηθούν οι Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή γραφειοκρατία.

Το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρώπη συνιστά ένα μείζον πρόβλημα για τη σημασία που δίνουν οι πολίτες στο ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η ικανοποίηση των πολιτών από τη Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σημαντικό δείκτη αξιολόγησης της επίδοσης του Ευρωκοινοβουλίου, ή με άλλα λόγια δείχνει κατά πόσο το Ευρωκοινοβούλιο επιτυγχάνει να ικανοποιήσει τα ιδεώδη των Ευρωπαίων πολιτών.

Επισημαίνεται το δημοκρατικό έλλειμμα, ως η στέρηση του άμεσου λαϊκού ελέγχου ως προς τις αποφάσεις των σημαντικών φορέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από τα στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου, διαχωρίζοντας τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε δύο κατηγορίες, στις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Κύπρος, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία) και στις χώρες του Βορρά (Γερμανία, Αυστρία, Φινλανδία, Ολλανδία, Γαλλία και Λουξεμβούργο), παρουσιάζουμε την εικόνα του Γραφήματος 11, που αφορά στην ικανοποίηση των πολιτών από τη δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από τα στοιχεία του Γραφήματος 11 παρατηρούμε ότι:

          Οι Έλληνες πολίτες, ακριβώς μετά την κρίση, δηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τη δημοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ποσοστό 22%, το 2013, δηλαδή μέσα σε μια τετραετία η ικανοποίηση προς τη δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκε κατά 61%.

          Στην περίπτωση των χωρών του Νότου, η τάση της μείωσης των απόψεων των πολιτών για τη δημοκρατία είναι σχεδόν όμοια με αυτήν της Ελλάδας.

          Αντίθετα, στις χώρες του Βορρά, το επίπεδο της ικανοποίησης από τη δημοκρατία στην Ευρώπη εμφανίζει μικρές διακυμάνσεις κυμαινόμενο μεταξύ 44-55% για αρκετή χρονική περίοδο.

          Συγκρίνοντας το επίπεδο ικανοποίησης των πολιτών της Ε.Ε. ανάμεσα στο Βορρά και τον Νότο, παρατηρούμε το εξής αξιοσημείωτο: το 2003 οι πολίτες των χωρών του Νότου εμφάνιζαν υψηλότερο ποσοστό ικανοποίησης από το αντίστοιχο των πολιτών του Βορρά, ενώ το 2013 δημιουργήθηκε αντιστροφή και ένα άνοιγμα 13% μεταξύ των πολιτών Βορρά και Νότου.

Η μεγάλη μείωση του επιπέδου ικανοποίησης των πολιτών του Νότου από τη δημοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ πιθανό να συνδέεται με τις οικονομικές πιέσεις που άσκησαν οι χώρες του Βορρά στις χώρες του Νότου, κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ο θυμός των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εφάρμοσε μια ενιαία πολιτική συνοχής, σε συνδυασμό με τη συγκεντρωτική πολιτική λήψης των κρίσιμων αποφάσεων από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών αύξησε το επίπεδο δυσπιστίας των πολιτών με τη δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Εξάλλου, το κοινό νόμισμα (ευρώ) δε φαίνεται να μπορεί να επιβιώσει χωρίς την πολιτική ένωση και είναι πολύ πιθανό η πολιτική ένωση να απομακρύνεται αρκετά πλέον, αφού καθίσταται σαφές ότι τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πλέον Γερμανοποιηθεί. Φυσικά, πολλοί φανατικοί του κοινού νομίσματος όλα αυτά τα γνωρίζουν, αλλά ενδέχεται να τα αποκρύπτουν.

Τα δεδομένα όμως του Ευρωβαρομέτρου ισοπεδώνουν κάθε προπαγάνδα και παραπληροφόρηση.

Υπάρχει φυσικά και η αντίφαση, που εμφανίζεται με τις διαδηλώσεις στην Ουκρανία υπέρ της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ συνεχίζεται η μείωση της εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ των πολιτών των χωρών που ήδη έχουν ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αξίζει να διερευνηθεί λίγο περισσότερο αυτό το ζήτημα της εμπιστοσύνης.

Από σχετική ερώτηση του Ευρωβαρομέτρου που αφορά στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει κατασκευαστεί ο Δείκτης Διάχυσης Εμπιστοσύνης με τη χρήση των θετικών και αρνητικών απαντήσεων. Ο Δείκτης αυτός κινείται σε τιμές από μηδέν μέχρι εκατό και η βάση του έχει τιμή πενήντα. Τιμές του δείκτη μεγαλύτερες από πενήντα δηλώνουν εμπιστοσύνη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τιμές μικρότερες του πενήντα δηλώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ουσιαστικά, ο Δείκτης Διάχυσης της Εμπιστοσύνης εκφράζει, όταν οι τιμές του είναι κάτω από τη βάση (=50), την έλλειψη εμπιστοσύνης ή αλλιώς φανερώνει το μέγεθος του Ευρωσκεπτικισμού, αφού όσο μικρότερη είναι η τιμή του (κάτω του 50) τόσο μεγαλύτερος είναι ο Ευρωσκεπτικισμός.

Στο Γράφημα 12 απεικονίζεται ο Δείκτης Διάχυσης Εμπιστοσύνης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα.

Σημείωση: Ο Δείκτης Διάχυσης κινείται από 0-100
0-24:      Μηδενική έως ελάχιστη εμπιστοσύνη
25-49:    Μικρή εμπιστοσύνη
50-74:    Μέτρια εμπιστοσύνη
75-100:  Μεγάλη έως απόλυτη εμπιστοσύνη

Το Γράφημα 12 είναι αποκαλυπτικό για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ειδικότερα για την Ελλάδα, πριν την κρίση, η τιμή του δείκτη βρισκόταν στο διάστημα από 50 μέχρι 74, δηλαδή ο Δείκτης παρουσίαζε μέτρια εμπιστοσύνη. Μετά το Νοέμβριο του 2009 αρχίζει η δραματική μείωση της τιμής του Δείκτη. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιόδους: η πρώτη περίοδος, από τον Ιούνιο 2010 έως το Νοέμβριο 2011, που ο δείκτης βρίσκεται στο διάστημα της μικρής εμπιστοσύνης  και η δεύτερη περίοδος, που αρχίζει το Μάιο του 2012 και φθάνει στο Νοέμβριο του 2013, που η τιμή του δείκτη αγγίζει για πρώτη φορά το διάστημα της μηδενικής έως ελάχιστης εμπιστοσύνης!!

Δηλαδή, αξίζει να επισημανθεί ότι από το Νοέμβριο του 2009 αρχίζει μία ανοδική πορεία του Ευρωσκεπτικισμού όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ειδικότερα, για την περίοδο της κρίσης που διανύουμε, αξίζει να διερευνηθεί η συσχέτιση του ρυθμού της ανεργίας και του Δείκτη Διάχυσης Εμπιστοσύνης.

Γραφικά, η απεικόνιση αυτής της σχέσης παρουσιάζεται στο Γράφημα 13:

Από τα στοιχεία του Γραφήματος 13 παρατηρούμε ότι, καθώς αυξάνεται η ανεργία στη χώρα μας, μειώνεται η τιμή του Δείκτη Διάχυσης της Εμπιστοσύνης, που σημαίνει ότι αυξάνεται ο Ευρωσκεπτικισμός. Μάλιστα, πρέπει να τονιστεί ότι αν αυξηθεί κατά 10% η ανεργία, ο Ευρωσκεπτικισμός (μετρούμενος ως η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση) αυξάνεται κατά 9,2%.

Το ίδιο συμπέρασμα θα μπορούσε να εξαχθεί και για την Ιταλία και την Πορτογαλία, αν προχωρούσαμε σε ανάλυση των δικών τους δεδομένων.

Φυσικά, όσο αυξάνεται ο Ευρωσκεπτικισμός, τόσο αυξάνεται η “μη-δημοφιλία” της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα αποτέλεσμα όπως αυτό αναμένεται ότι θα επηρεάσει και τα δεδομένα του Ευρωκοινοβουλίου στις εκλογές του Μαΐου στου 2014.

Αυτή η συνεχιζόμενη αύξηση του Ευρωσκεπτικισμού συνεπάγεται και μια ανερχόμενη δύναμη των κομμάτων του Ευρωσκεπτικισμού.

Τα στοιχεία του πιο κάτω Πίνακα 8 δίνουν τα αναφερόμενα κέρδη αυτών των Ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων.

Πίνακας 8: Πιθανά κέρδη Ευρωσκεπτικιστικών Κομμάτων

Τα στοιχεία του Πίνακα 8 δείχνουν ότι στο Ευρωκοινοβούλιο, το έτος 2014, ο αριθμός των κομμάτων του Ευρωσκεπτικισμού θα κυμαίνεται μεταξύ 82-100, ενώ σήμερα ο αριθμός τους είναι 35, δηλαδή, αναμένεται τουλάχιστον τριπλασιασμός των εδρών των κομμάτων του Ευρωσκεπτικισμού σε σύγκριση με το 2009.

Οι λαμβάνοντες κρίσιμες αποφάσεις, με την αύξηση του Ευρωσκεπτικισμού θα βρεθούν σε δύσκολη θέση, προκειμένου να αποτρέψουν την αύξηση του Ευρωσκεπτικισμού, ενώ θα χρειαστούν ίσως πολύ χρόνο για να επιτύχουν αναστροφή του αρνητικού κλίματος αυτής της εποχής, αφού θα πρέπει οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανακτήσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει οι οικονομικά εύρωστες χώρες να δείξουν αλληλεγγύη προς τις χώρες του Νότου και να θέσουν εκ νέου τις βάσεις για οικονομική ανάπτυξη και οικονομική σύγκλιση, αλλιώς η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιραία θα οδηγηθεί στον κατακερματισμό.


Συμπερασματικά, η οικονομική κρίση του 2008 ανέδειξε πολλά σοβαρά οικονομικά και θεσμικά θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οδήγησαν στον Ευρωσκεπτικισμό.

Σχόλια

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων.

Εμείς απλά τα παρουσιάζουμε και η αξιολόγησή τους επαφίεται στην κρίση του αναγνώστη.

Αποποιούμαστε κάθε νομικής ευθύνης για την ακρίβεια των γραφομένων σε άλλα ιστολόγια ή ιστοσελίδες.